εξειδικεύω

εξειδικεύω
εξειδικεύω, εξειδίκευσα βλ. πίν. 19

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξειδικεύω — διενεργώ εξειδίκευση …   Dictionary of Greek

  • μερικεύω — (Μ μερικεύω) [μερικός] εξειδικεύω νεοελλ. εξετάζω ένα γενικό ζήτημα σε ένα ή σε μερικά μόνο σημεία του, περιορίζω μσν. αφηγούμαι λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • μερικεύω — μερίκευσα, εξειδικεύω ένα θέμα, το περιορίζω σε ορισμένα μόνο σημεία: Μερίκευσε την πολιτική κρίση μόνο στα οικονομικά προβλήματα της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”